διήθει — διηθέω strain through pres imperat act 2nd sg (attic epic) διηθέω strain through pres ind mp 2nd sg διηθέω strain through pres ind act 3rd sg διηθέω strain through imperf ind act 3rd sg (attic epic) διηθέω strain through pres imperat act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
οινοηθητής — οἰνοηθητής, ὁ (Α) αυτός που διηθεί, που φιλτράρει τον οίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἠθῶ «φιλτράρω»] … Dictionary of Greek
τυμπανοσκλήρωση — η, Ν ιατρ. επιπλοκή τής χρόνιας ωτίτιδας, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό υαλοειδούς, ασβεστοποιητικού ιστού, ο οποίος διηθεί το τύμπανο και τα ακουστικά οστάρια, προκαλώντας βαρηκοΐα τύπου αγωγής, αλλ. τυμπανοσκλήρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
διηθητικός — ή, ό αυτός που διαθέτει την ιδιότητα να διηθεί: Στα πειράματα της χημείας χρησιμοποιείται διηθητικός χάρτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)